γαυριάζω
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω
2. γαυριώ, καμαρώνω
3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι
4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις -ζω (πρβλ. ρουφίζω-ρουφώ, βλογίζω-βλογώ κ.λπ.].