γαϊδουρογυρεύω

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

1. αναζητώ γάιδαρο που έφυγε ή χάθηκε
2. φρ. «κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε» — είναι προτιμότερο να είναι κάποιος προνοητικός και να εξασφαλίζει τα πράγματά του παρά να τα χάνει από αμέλεια και να ασχολείται έπειτα με την ανεύρευσή τους.