ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(-έω)
1. μεταβάλλω σε γελοίο κάτι σοβαρό, διακωμωδώ
2. (μέσ.- παθ.) γελοιοποιούμαι
γίνομαι γελοίος, ρεζιλεύομαι.