γερμανικός

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γερμανούς ή στη Γερμανία
2. όποιος προέρχεται από τη Γερμανία.