γεωελλειψοειδές

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

το
ελλειψοειδές ελαφρώς πεπλατυσμένο στους πόλους το οποίο για γεωδαιτικούς σκοπούς εξομοιώνεται συνήθως με το γεωειδές.