γεωμάντης

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

ο (θηλ. γεωμάντισσα, η) (Α γεώμαντις)
αυτός που ασκεί γεωμαντεία.