γεώμηλο

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

το
1. η πατάτα, το φυτό Σολανό το κονδυλώδες
2. ο υπόγειος κόνδυλος του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. pomme de terrre. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Γρηγ. Παλαιολόγο].