γητευτής
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
ο (θηλ. γητεύτρα και γητεύτρια) (Μ γητευτής) γητεύω
αυτός που με γητειές θεραπεύει μια αρρώστια ή επιτυγχάνει έναν σκοπό
νεοελλ.
ο γόης, αυτός που κατακτά τους άλλους με τα θέλγητρα του.