γκρινιάρης

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

-α, -ικο γκρίνια
1. αυτός που συνεχώς παραπονείται
2. εριστικός, καβγατζής
3. το μωρό που συνεχώς κλαψουρίζει.