γλεντοκόπος

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που γλεντοκοπά, ο γλεντζές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλεντώ + -κόπος].