γλωσσάριο

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

Greek Monolingual

και γλωσσάρι, το (AM γλωσσάριον) γλώσσα
μικρή γλώσσα
νεοελλ.
1. συλλογή και ερμηνεία λέξεων ιδιωματικών, σπάνιων ή ειδικού τεχνικού ή επιστημονικού κλάδου
2. σύντομο λεξικό.