γλωσσικός

From LSJ

ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γλωττικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με τη γλώσσα (το όργανο του στόματος)
νεοελλ.
ο σχετικός με τη γλώσσα, ως μέσο συνεννοήσεως.