ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
-ή, -ό (Α γλωττικός, -ή, -όν)ο σχετικός με τη γλώσσα (το όργανο του στόματος)νεοελλ.ο σχετικός με τη γλώσσα, ως μέσο συνεννοήσεως.