γλωσσικός

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γλωττικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με τη γλώσσα (το όργανο του στόματος)
νεοελλ.
ο σχετικός με τη γλώσσα, ως μέσο συνεννοήσεως.