γουλίζω

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

και γουλιάζω γουλί
1. χτυπώ το χταπόδι σε βράχο ή πλάκα για να γίνει τρυφερό
2. πίνω λίγο υγρό.