γουλί

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

το (Μ γουλίν)
1. κοτσάνι, βλαστός των λάχανων
νεοελλ.
1. μικρή, στρογγυλή πέτρα με λεία επιφάνεια
2. φρ. «κουρεύτηκε γουλί» — έκοψε εντελώς τα μαλλιά του
μσν.
είδος τεύτλου, γούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγλίον, υποκοριστικός τ. του αρχ. άγλις, με αποβολή του α- και ανάπτυξη του -ου- (πρβλ. ίγδις > ιγδίον > γουδί)].