γυάλα

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

(I)
η γυαλί
γυάλινο δοχείο, αρκετά μεγάλο, με πλατύ στόμιο.
(II)
γυάλα, η και γυάλας, ο (Α) γύαλον
είδος ποτηριού.