γυάλισμα
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
Greek Monolingual
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
το γυαλίζω
1. στίλβωση, λουστράρισμα
2. στιλπνότητα.