γυναικόομαι

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόομαι: παθ., γίνομαι γυνὴ ἢ γυναικώδης, Ἱππ. 1202Α.

German (Pape)

pass., zum Weibe, weibisch werden, Hippocr.