γυφτουριά

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

η
το σύνολο των γύφτων ή τών σιδηρουργών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύφτος + -ουριά (πρβλ. κλεφτουριά, λασπουριά)].