λασπουριά

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source

Greek Monolingual

η
πολλή λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάσπη + κατάλ. -ουριά, που δηλώνει πλήθος, πλησμονή (πρβλ. κλεφτουριά, λεβεντουριά)].