κλεφτουριά

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source

Greek Monolingual

η
(επί τουρκοκρατίας) το σύνολο τών κλεφτών, το κλεφτικό, η κλεφτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + καταλ. -ουριά, πρβλ. γυφτουριά, λεβεντουριά].