γύλος

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source

Greek Monolingual

ο
1. ονομασία του τελεόστεου ψαριού Κόρις η ιουλίς
2. αλιευτικό εργαλείο, ομοίωμα γύλου με κρυμμένο αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γύλος, του οποίου την ύπαρξη πιστοποιεί το αρχ. υποκορ. γυλίσκος, που μαρτυρείται στον Ησύχιο].