ιουλίς
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
η (Α ἰουλίς) ίουλος
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει πολλά είδη, γνωστά με την ονομασία πετρόψαρα, της οικογένειας λαβρίδες
αρχ.
είδος ψαριών, κοκκινόψαρο, γύλος.