δάπτρια

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source

German (Pape)

[Seite 523] νοῦσος, verzehrend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δάπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ προηγ., δ. νοῦσος, καταβιβρώσκουσα, Γρηγ. Ναζ. 2. 121Β· δάπτειραν ἐδωδὴν αὐτόθι 172C.

Greek Monolingual

δάπτρια, η (Α)
βλ. δάπτης.