οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring
δίδῠμα: τά1 пара (τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.);2 двойня (τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος.