δίδυμα

From LSJ

οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → there is no shame in, not knowing, inquiring

Source

Russian (Dvoretsky)

δίδῠμα: τά
1 пара (τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.);
2 двойня (τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος.