δίχειρος

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

και δίχερος, -η, -ο και δίχειρ, ο, η
1. (για τον άνθρωπο, σε αντίθεση με τα ζώα) αυτός που έχει δύο χέρια
2. (για αγγείο) αυτό που έχει δύο λαβές.