δαιμονοπάθεια
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
η (Μ δαιμονοπάθεια)
νόσος που προέρχεται από δαιμονική επήρεια
νεοελλ.
φρενοπάθεια κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι κατέχεται από δαίμονα.