δαιμονόπλοκος

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

δαιμονόπλοκος, -ον (Μ)
πλεγμένος ή υφασμένος από τον δαίμονα («δαιμονόπλοκος... αἵρεσις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων (-ονος) + -πλοκος < πλέκω.