δαμαλίδα

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

Greek Monolingual

η και δαμαλίς (-ίδος) (Μ δαμαλίς) δάμαλις
η δαμάλα
νεοελλ.
1. η ασθένεια τών βοδιών δαμαλίτιδα
2. ο ορός που παράγεται από δαμάλειο ύλη, η βατσίνα
3. γένος δίπτερων εντόμων.