δασεῖα

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Russian (Dvoretsky)

δᾰσεῖα:
I f к δασύς.
II ἡ (sc. προσῳδία) грам. (лат. spiritus asper) густое придыхание.