δασκάλαινα

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

η
η γυναίκα του δασκάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσκαλος + (παραγ. κατάλ.) -αινα].