δαφνοκόμος

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Spanish (DGE)

-ον coronado de laurel Φοίβου τρίποδες AP 9.505f.