ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
SourceEnglish (Autenrieth)
see δράσσομαι.
Greek Monotonic
δεδραγμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του δράσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεδραγμένος ptc. perf. van δράσσομαι.