δεδραγμένος

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

English (Autenrieth)

see δράσσομαι.

Greek Monotonic

δεδραγμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του δράσσομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεδραγμένος ptc. perf. van δράσσομαι.