δεινοπαθῶ

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Mantoulidis Etymological

(=ὑποφέρω). Σύνθετο ἀπό τό δεινός + παθεῖν τοῦ πάσχω.