δειπνητικῶς
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Russian (Dvoretsky)
δειπνητικῶς: как полагается для обеда (μαγειρικῶς καὶ δ. διακονεῖσθαι Arph.).