δεκαμερής

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που αποτελείται από δέκα μέρη, ο διαιρεμένος σε δέκα μέρη
2. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) δεκαμερή, τα
Έντομα που έχουν κεραίες διαιρεμένες σε δέκα μέρη ή αρθρώσεις.