δενδρώεις

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

German (Pape)

[Seite 546] = δενδρήεις, κῆπος Nonn. D. 18, 127.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρώεις: εσσα, εν, =δενδρήεις, Νόνν. Δ. 18. 127.

Greek Monolingual

δενδρώεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δενδρήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ώεις. Το –ω- του επιθήματος οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. κητώεις)].