δεντροστολίζω

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

στολίζω δρόμο, περιοχή κ.λπ. φυτεύοντας δέντρα.