δεξίλογος

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην του ρ. δέχομαι + -λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή έκδ. 1833)].