τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
δεσμοφόρος: -ον, φέρων δεσμά, Ἰγνάτ. ἐν βίῳ Νικηφ. Κστπόλεως, σ. 209. 4, ἐκδ. De Boor.
δεσμοφόρος, -ον (Μ)ο δέσμιος.