δευτερολογώ

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294

Greek Monolingual

(Α δευτερολογῶ, -έω)
νεοελλ.
μιλώ για δεύτερη φορά πάνω στο ίδιο θέμα για να αντικρούσω ισχυρισμούς άλλων ή να συμπληρώσω παραλείψεις της πρώτης μου αγορεύσεως
αρχ.
1. αγορεύω για δεύτερη φορά
2. αγορεύω δεύτερος.