δημογράφος
From LSJ
Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
ο
1. αυτός που ασχολείται με τη δημογραφία
2. αυτός που εργάζεται σε δημογραφική υπηρεσία.