διάπηξ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ηγος, ὁ, = διάπηγμα, Apollod.Poliorc.172.7: as adjective, διάπηγες μοχλοί Ph.Byz.Mir.4.2.
Spanish (DGE)
-ηγος, ὁ
travesaño Apollod.Poliorc.172.7, como adj. διάπηγες μοχλοί Ph.Byz.Mir.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάπηξ: ηγος, ὁ, = διάπηγμα, Ἀπολλ. Πολιορκ. σ. 32.
Greek Monolingual
(-ηγος), ο
βλ. διάπηγμα.
German (Pape)
ηγος, = διάπηγμα, Mathem.; τὰ διάπηγα, LXX; διαπῆγες steht Philo sept. mirac. 4.