διάπραξη

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (Α διάπραξις, -εως)
επιτέλεση, ολοκλήρωση πράξης (συνήθ. κακής), «διάπραξη εγκλήματος».