διήθηση
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
Greek Monolingual
η (Α διήθησις) διηθώ
διύλιση, φιλτράρισμα
νεοελλ.
φυσιολ. η μετακίνηση υγρού μέσα από τους πόρους ενός οργανικού διαφράγματος εξαιτίας της διαφοράς πιέσεως
αρχ.
1. η διήθηση τών ούρων από τα νεφρά
2. αιμορραγία.