διαδυτικός
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
διαδυτική, διαδυτικόν, penetrating, ἀήρ Thphr. CP 5.14.1 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
penetrante διαδυτικώτερος μᾶλλον ὁ λεπτός (ἀήρ) Thphr.CP 5.14.1.
German (Pape)
[Seite 577] ή, όν, durchbringend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῠτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ διαδύεσθαι, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 5. 14, 1.