Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Full diacritics: διαειμένος | Medium diacritics: διαειμένος | Low diacritics: διαειμένος | Capitals: ΔΙΑΕΙΜΕΝΟΣ |
Transliteration A: diaeiménos | Transliteration B: diaeimenos | Transliteration C: diaeimenos | Beta Code: diaeime/nos |
pf. part. Pass. of διΐημι.
v. διΐημι.
διαειμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διΐημι.
διαειμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του διΐημι.
διαειμένος ptc. perf. med. van διίημι.