διακανονισμός

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

ο
η διακανόνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].