διακολυμβώ

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

διακολυμβώ, (-άω) (Α)
περνάω κολυμπώντας στην απέναντι ακτή ή όχθη.